καθαρτικά

καθαρτικά
Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες: αλατούχα και φυτικά. Τα πρώτα εμποδίζουν την επαναρρόφηση ύδατος από τον βλεννογόνο του λεπτού και του παχέος εντέρου, ενώ αυξάνουν ταυτόχρονα τις εντερικές εκκρίσεις. Έτσι το περιεχόμενο του εντέρου παραμένει υδαρές και ογκώδες και διεγείρονται οι περισταλτικές κινήσεις. Τα γνωστότερα αλατούχα κ. είναι το θειικό νάτριο, το θειικό μαγνήσιο κλπ. Τα φυτικά κ. εντείνουν τις περισταλτικές κινήσεις, δρώντας απευθείας στις νευρικές απολήξεις του εντερικού βλεννογόνου. Στην ομάδα αυτή ανήκουν: τα ελαιώδη κ., όπως το ρετσινόλαδο και το έλαιον κρότωνος, των οποίων τα δραστικά συστατικά είναι τα λιπαρά οξέα που περιέχουν· τα ανθρακενικά κ., όπως η σέννη, το ρήον, η αλόη, η ιερή κασκάρα, που δρουν με το περιεχόμενό τους σε ανθρακενικούς γλυκοζίτες· και τα δραστικά ρητινώδη κ., όπως η ιαλάπη και η ποδοφυλλίνη. Την ίδια δράση με τα φυτικά κ. έχουν ορισμένα συνθετικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται πολύ, όπως η φαινολοφθαλεΐνη, η διακετυλοφαινολοϊσατίνη και ο καλομέλας. Ως ήπια υπακτικά χρησιμοποιούνται επίσης κολλώδεις ουσίες φυτικής προέλευσης, που έχουν την ιδιότητα να διογκώνονται μέσα στο έντερο, διεγείροντας έτσι τις περισταλτικές του κινήσεις (π.χ. το άγαρ, που λαμβάνεται από ορισμένα φύκια των ανατολικών θαλασσών). Αντίθετα, δεν έχει καθαρτική δράση το γνωστό έλαιο βαζελίνης (παραφινέλαιο), η υπακτική δράση του οποίου οφείλεται μόνο στις λιπαντικές του ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθαρτικά — καθαρτικός of neut nom/voc/acc pl καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc/acc dual καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτικάς — καθαρτικά̱ς , καθαρτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОЧИЩЕНИЕ —    • Lustratio.          У греков и римлян важную часть религиозного обряда составляли очищения, καθαρμοί, α̉γνισμοί, ι̉λασμοί, τελεταί, piacula, piamenta, cerimoniae, lustrationes. Эти очищения имели основанием своим сознание вины и внутренней… …   Реальный словарь классических древностей

  • γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …   Dictionary of Greek

  • ρετσινολαδιά — (ρίκινος ο κοινός). Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών (δικοτυλήδονα). Στις χώρες καταγωγής του (τροπική Αφρική) αναπτύσσει ξυλώδη βλαστό σε μέγεθος δεντρώδες (10 μ.)· καλλιεργείται στα εύκρατα κλίματα και είναι ποώδες (1 3 μ.). Ο βλαστός είναι …   Dictionary of Greek

  • συνεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. φέρνω έξω, παρουσιάζω συγχρόνως 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον («χρήματα συνεξέθηκαν oἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῑ», Πλούτ.) 3. αποβάλλω, απορρίπτω («τὰ καθαρτικὰ... καὶ αὐτὰ συνεκτίθησιν», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεξάγω — ΜΑ [ἐξάγω] προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”